αἰθρία

αἰθρία
αἰθρ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A = αἴθρη, first in Sol. 13.22, then in [dialect] Ion. Prose, Com., X., and Arist.:

ἐξ αἰθρίης καὶ νηνεμίης Hdt. 7.188

;

ἐξ αἰθρίας ἀστράψω Cratin.53

, cf. Hdt.3.86, X.HG7.1.31; αἰθρίας οὔσης in clear weather, Arist. Mete.342a12; αἰθρίης or -ίας abs., Hdt.7.37, Ar.Nu. 371;

τῆς αἰθρίας Arist.Pr.939b15

.
2 esp. the clear cold air of night, Hdt.2.68, cf. Hp. Aët.8. [[pron. full] in penult. exc. in dact. and anap., Sol. l.c., Ar. l.c.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἰθρία — αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc/acc dual αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air pres imperat act 2nd sg αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …   Dictionary of Greek

  • αἰθρίᾳ — αἰθρίαι , αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρία — η ξαστεριά: Σήμερα επιτέλους έχει αιθρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴθρια — αἴθριον clear neut nom/voc/acc pl αἴθριος clear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίας — αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem acc pl αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem gen sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱς , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαν — αἰθρίᾱν , αἰθρία in clear weather fem acc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριάσας — αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαι — αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριάσουσαν — αἰθριά̱σουσαν , αἰθριάω expose to the air fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαις — αἰθρία in clear weather fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”